- προβοδίζω
- Νβλ. προβοδώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβοδίζω — και προβοδώ προβόδισα, συνοδεύω για λίγο κάποιον που αναχωρεί, ξεπροβοδώ, ξεβγάνω, κατευοδώνω, προπέμπω: Μ αμάξια και με άλογα την κόρη προβοδούσε (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ξεπροβοδίζω — και ξεπροβοδώ συνοδεύω κάποιον που αποχωρεί, κατευοδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + προβοδώ / προβοδίζω] … Dictionary of Greek
προβόδισμα — το, Ν [προβοδίζω] προπομπή, κατευόδωση … Dictionary of Greek